- μαρόνι
- και μαρόν, τοκάστανο, συνήθως ζαχαρόπηκτο.[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. marrone πιθ. < μάραον «καρπός τής κρανιάς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… … Dictionary of Greek
μαρόν — το 1. το καστανό χρώμα 2. κάστανο, μαρόνι 3. (άκλ. ως επίθ.) καστανόχρωμος, καστανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marrone (βλ. και μαρόνι)] … Dictionary of Greek
Κουντρό, Ανρί Ανατόλ — (Henri Anatole Coudreau, Λονζάκ, Γαλλία 1859 – Παρά, Βραζιλία 1899). Γάλλος εξερευνητής. Επιχείρησε εξερευνητικά ταξίδια στη χώρα των Γκαλίμπι (1881) και στην περιοχή Κουρού (1882) και διέσχισε ολόκληρη την κεντρική Γουιάνα και μεγάλη περιοχή της … Dictionary of Greek